- Εσθονός
- ο , Εσθονή η эстон|ец, -ка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Κόορτ, Γιάαν — (Jaan Koort, 1883 – 1935). Εσθονός γλύπτης και ζωγράφος. Σπούδασε στην Αγία Πετρούπολη, αλλά για πολιτικούς λόγους αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Ρωσία (1905). Συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι, όπου σημείωσε έντονη καλλιτεχνική δραστηριότητα.… … Dictionary of Greek